- ἀποκοπήν
- ἀποκοπήcutting offfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
καρβίδιο — το χημ. συν. στον πληθ. τα καρβίδια συνοπτική ονομασία χημικών ενώσεων στις οποίες ο άνθρακας είναι ενωμένος με ένα μεταλλικό ή επαμφοτερίζον χημικό στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carbide < carb (πρβλ. λατ. carbo… … Dictionary of Greek
καρβαζόλιο — Ετεροκυκλική ένωση του τύπου (C6H4)2NH, η οποία συνοδεύει το ανθρακένιο στο ακάθαρτο προϊόν που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, με σημείο τήξης 245 247°C… … Dictionary of Greek
καρβονύλιο — Χημική ομάδα που συνίσταται από ένα άτομο οξυγόνου συνδεδεμένο μέσω ενός διπλού δεσμού με ένα άτομο άνθρακα (C=O). Το άτομο άνθρακα συνδέεται με το υπόλοιπο μόριο με δύο απλούς δεσμούς ή με έναν διπλό δεσμό. Αν το κ. συνδέεται με δύο αλκύλια ή… … Dictionary of Greek
καρβοξυλάση — η χημ. ένζυμο τής ομάδας τών λιπασών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carboxylase < carboxyl (πρβλ. καρβοξύλιο) + ase (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ αποκοπήν από το γαλλ. diast ase < ελλ. διάστασις,… … Dictionary of Greek
καρβοξύλιο — Η χαρακτηριστική ομάδα ( COOH) που περιέχεται σε όλα τα οργανικά οξέα, τα οποία για τον λόγο αυτό καλούνται καρβοξυλικά οξέα. Αποτελείται από μια καρβονυλομάδα και μια υδροξυλομάδα. O όξινος χαρακτήρας του κ. οφείλεται στο ιονιζόμενο υδρογόνο, το … Dictionary of Greek
κελλοσόλβη — η χημ. συνοπτική εμπορική ονομασία μιας σειράς μονοαιθέρων τής γλυκόλης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως διαλύτες τών εστέρων τής κυτταρίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cellosolve < cellosolve, εμπορικό σήμα (< cell[o] … Dictionary of Greek
κελλοφάνη — η χημ. φύλλα ενυδατωμένης κυτταρίνης* που χρησιμεύουν για την περιτύλιξη τροφίμων κ.ά. αντικειμένων, κν. σελλοφάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cellophane < cell (o) (<… … Dictionary of Greek
κελλοϊδίνη — η (φωτογρ.) χαρτί κατάλληλο για λήψη φωτογραφιών με άμεση αμαύρωση, που το επιφανειακό στρώμα του με βάση το κολλόδιο περιέχει τα κατάλληλα άλατα αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celloidin < cell (o) (< cellulose … Dictionary of Greek
κοπροστερόλη — η (βιοχ.) καταβολίτης τής χοληστερόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. coprosterol < copro (πρβλ. κόπρος) + sterol κατ αποκοπήν από το cholesterol (πρβλ. χοληστερόλη)] … Dictionary of Greek